συζεύξεις

συζεύξεις
σύζευξις
a being yoked together
fem nom/voc pl (attic epic)
σύζευξις
a being yoked together
fem nom/acc pl (attic)
συζεύγνυμι
yoke together
aor subj act 2nd sg (epic)
συζεύγνυμι
yoke together
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”